- δυσχορήγητος
- δυσχορήγητος, -ον (Α)(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσχορήγητον — δυσχορήγητος difficult to stage masc/fem acc sg δυσχορήγητος difficult to stage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)